- κονσόλα
- η архит. консоль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο … Dictionary of Greek
κονσόλα — η (λ. γαλλ.) 1. προεξοχή οικοδομήματος που χρησιμεύει για υποστήριγμα εξωστών κ.ά., ή ως υποστάτης αγαλμάτων, αγγείων κ.ά. 2. ημιτραπέζιο που στηρίζεται στον τοίχο, με δύο ποδάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρούσι — φουρούσι, το και φορούσι, το και φρούσι, το (λ. τουρκ.), προεξοχή επιφάνειας τοίχου ή εξάρτημα, που χρησιμεύει ως υποστήριγμα μπαλκονιού ιδίως, αλλά και κορνίζας, προτομής κ.ά., κονσόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)